— ΠΡΟΛΟΓΟΣ
— Τα κόμματα ευθύς μετά τον Εμφύλιο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας μηχανισμός ψηφοθηρικός και στην περίπτωση των κομμάτων εξουσίας, ρουσφετολογικός. Όπως περίπου γίνεται και σήμερα. Μια δεκαετία μετά τη λήξη του εμφυλίου ήταν πολύ λίγο διάστημα για να αποστρατευτούν οι πραγματικές δυνάμεις εξουσίας που βρίσκονταν μέσα στον στρατό, στην αστυνομία, το κράτος και το παρακράτος και που ήταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο των αμερικανών και των ντόπιων συνεργατών τους δηλαδή τον θρόνο, την εθνικόφρονο πολιτική ηγεσία (δηλαδή όλους τους πρωτεργάτες πολιτικούς πέραν της Αριστεράς) το μεγάλο οικονομικό κεφάλαιο, τα παραδοσιακά «τζάκια» και το επιστημονικό-πνευματικό-καλλιτεχνικό κατεστημένο. Απόδειξη ότι ο σκληρός εμφυλιο- πολεμικός πυρήνας έμεινε αλώβητος αποτελεί η δυνατότητα μιας χούφτας αξιωματικών να κατακτήσουν εύκολα τους μηχανισμούς και να ελέγχουν απολύτως τη χώρα για μια επταετία.
— Κανείς δεν μου ανέθεσε την ηγεσία της Νεολαίας Λαμπράκη. Ξεχνάτε ίσως ότι υπήρξα μέλος και στέλεχος σε όλες τις εαμικές οργανώσεις (ΚΚΕ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ) και ότι η πολιτική εμπειρία μου, εάν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε έτσι, δεν διέφερε από των τότε ηγετών της ΕΔΑ με τους οποίους είχα βρεθεί σε ίδιες οργανώσεις, φυλακές και εξορίες. Από κει και πέρα φυσικά μετρούσε η ευφυία, η αντίληψη, η μόρφωση και η δυνατότητα να κατανοείς, να αναλύεις και να συνθέτεις κάθε στιγμή τα γεγονότα. Η βασική μου διαφορά με όσα στελέχη βρέθηκαν μετά τον εμφύλιο στην πρώτη γραμμή της ΕΔΑ, ήταν διαφορές ιδεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα, που αφορούσε την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ από τα Δεκεμβριανά και μετέπειτα. Και φυσικά πώς να είναι γνωστό το ότι η αντίθεσή μου προς την ακατανόητη τακτική μας που μας είχε κοστίσει τόσο μεγάλες απώλειες, αντίθεση που είχα το θάρρος να εκθέσω στα όργανα του ΕΛΑΣ προτείνοντας λύσεις, είχε ως συνέπεια να με καταδικάσουν στις 27 του Δεκέμβρη του ΄44 με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο; Επομένως η αντίθεσή μου από τότε ήταν ουσιαστική και μεγάλη.
— Όμως η αγάπη μου για το Κίνημα ήταν, ως φαίνεται, μεγαλύτερη και γι’ αυτό συνέχισα να το υπηρετώ στην πρώτη γραμμή της μάχης [όπως λ.χ. συμμετοχή μου σε ομάδες «αιχμής» κατά τη διάρκεια της εξάμηνης παρανομίας (Δεκέμβρης ΄47 μέχρι Μάη ΄48) ] στην Αθήνα. Είναι δε σημαντικό να σας πω από πότε και πώς θεώρησα τον εαυτό μου «εκτός» οριστικά και τελεσίδικα. Ήταν όταν διάβασα στη Μακρόνησο τον λόγο του Ζαχαριάδη στην 6η Ολομέλεια (1949), με τον οποίο μας είπε περίπου ότι όλα ή σχεδόν όλα ήταν Λάθος και κατήγγειλε τον Σιάντο ως χαφιέ. Τότε, κοντά σε όλα τα άλλα, κατάλαβα πια ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήσαν μόνο ανίκανοι αλλά επί πλέον και επιπόλαιοι και προκλητικοί, για να τολμούν να εκστομίζουν τέτοια πράγματα ακόμα κι αν συνέβαιναν, ακόμα κι αν τα πίστευαν. Γιατί πώς μπορεί να πει κανείς στους νεκρούς «σκοτωθήκατε γιατί εμείς κάναμε λάθος»; Ούτε σε μας που περιμέναμε τα βασανιστήρια και τον θάνατο ότι βρισκόμασταν εκεί γιατί ο Σιάντος υπήρξε χαφιές, οπότε τα λάθη ήσαν εσκεμμένα…
Συγγνώμη γι’ αυτή την αναφορά, αλλά χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσατε ποτέ να καταλάβετε το ποιος υπήρξα στην πραγματικότητα και τι ήθελα από κει και πέρα να κάνω σαν αγωνιστής.
— Θα μου πείτε, με ποιο δικαίωμα! Μα γιατί τότε, όπως πάντοτε, όπως και τώρα, δεν θεωρώ ότι αυτό που αποκαλούμε «Κίνημα» είναι ιδιοκτησία κανενός. Ανθρώπου, ομάδας ή κόμματος. Γύρισα λοιπόν στην δεκαετία του ΄60 για να υπηρετήσω τον ελληνικό λαό, από τον οποίο και για τον οποίο πίστευα ότι θα πρέπει να υπάρχει, να λειτουργεί και να αγωνίζεται αυτό το «Κίνημα».
Στο μεταξύ τίποτα δεν έδειχνε ότι σε όλα αυτά τα χρόνια όσοι και όποιοι ήταν υπεύθυνοι μπόρεσαν να δουν τα λάθη τους και να αναλύσουν σωστά και σε βάθος αυτό που συνέβη και όλα πήγαν στραβά. Αντίθετα όλες οι αμαρτίες και οι αδυναμίες κουκουλώθηκαν σαν να μη συνέβη τίποτα, η ίδια χούφτα ανθρώπων είχε περιβληθεί ξανά όλες τις εξουσίες, η ίδια μεταφυσική συμπεριφορά των «κάτω» προς τους «άνω» που και πάλι τα ήξεραν όλα, παρ’ ό,τι αυτή τη φορά το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ βρισκόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Φαντάσου, αφού τότε που ήταν μέσα στην Ελλάδα και μέσα στο Λαό τα έκαναν θάλασσα, πόσο μάλλον τώρα που έπρεπε οι εδώ εγκάθετοι να βγαίνουν έξω και να τους ενημερώνουν! Τι ενημέρωση όμως μπορούσε να κάνει κάποιος, όταν ο ίδιος είχε πείσει τον εαυτό του ότι η Μεγάλη Σκέψη, αυτή που αποφασίζει, ήταν αυτή η χούφτα τα ανθρωπάκια (κυριολεκτικά) που δεν μπορούσε παρά να σκέφτονταν ένα μονάχα πράγμα: «φτηνά τη γλιτώσαμε!». Βλέποντας όμως τη δουλική συμπεριφορά απέναντί τους, ξανάπαιρναν θάρρος για νέες σαθρές αναλύσεις, για νέα λάθη, για νέες συμφορές. Όπως και έγινε!
Έτσι από το 1962 άρχισε ουσιαστικά η πολιτική μου δράση, που φυσικά την διευκόλυνε η απήχηση του μουσικού έργου μου, που έφτανε με τις συναυλίες μου στην καρδιά του Λαού. Η εξουσία με το αλάθητό της ένστικτο κατάλαβε έγκαιρα πού βρίσκεται ο μεγάλος κίνδυνος, δηλαδή από πού θα μπορούσε να προέλθει το ξύπνημα του Λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας. Έτσι άρχισαν οι απαγορεύσεις. Επιστρατεύθηκαν οι παρακρατικοί, η χωροφυλακή και η αστυνομία. Έτσι σχεδόν κάθε συναυλία μου μεταβαλλόταν σε πεδίο συγκρούσεων, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα ο πολιτικός μου λόγος να ακούγεται όλο και πιο συχνά, όλο και πιο έντονα και μάλιστα σε εθνική κλίμακα. Φυσικά δεν περιοριζόμουν στο να καταγγέλλω μόνο τα τοπικά γεγονότα. Άλλωστε τι ήταν όλες αυτές οι αντιδραστικές δυνάμεις που με πολιορκούσαν; Δεν ήταν μήπως η πιο σκληρή εκδήλωση του «κατεστημένου»; Έτσι τα βέλη μου στρέφονταν όλο και πιο πολύ προς τους ξένους και προς τον θρόνο, προς την κυβέρνηση και την ολιγαρχία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έπαψα να είμαι ένας απλός ονειροπόλος και αιθεροβάμων συνθέτης για τον λαό μας, που άρχισε να με θεωρεί αγωνιστή, έστω και αν δεν ανήκα σε κάποιο κόμμα. Στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα είχε καταλήξει και η Εξουσία, ενώ από την πλευρά της ΕΔΑ άρχισαν να ανησυχούν φυσικά για άλλο λόγο, μιας και ένα μεγάλο μέρος των αγωνιστών είχε αρνηθεί να μπει στις γραμμές της -όπως άλλωστε και εγώ- και όπως ήταν φυσικό άρχισαν οι επαφές ανάμεσά μας, με αποτέλεσμα να σχηματισθεί μια ομάδα πρωτοβουλίας, που συνέταξε ένα πολιτικό κείμενο για το τι πιστεύαμε και τι θέλαμε, που ονομάστηκε «ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ» και που άρχισε να έχει όλο και πιο μεγάλη απήχηση, ιδιαίτερα ανάμεσα στους ανένταχτους αγωνιστές.
Τότε μου έγινε η πρώτη επίσημη κρούση από σημαίνον ηγετικό στέλεχος «να συζητήσουμε και να τα βρούμε» (1962). Ακολούθησαν συναντήσεις με κορυφαία στελέχη και το μόνο που προέκυψε ήταν η προσπάθειά τους να μας εγκλωβίσουν και να μας εξουδετερώσουν. Γι’ αυτό τον λόγο ακριβώς και αποτύχανε.
Στην αρχή του 1963 γίνεται νέα προσπάθεια. Αυτή τη φορά μέσω των κινημάτων Ειρήνης, τα οποία είχε δημιουργήσει και ήλεγχε απολύτως η ΕΔΑ. Ένα τέτοιο ήταν και η οργάνωση «Μπέρτραντ Ράσελ», που είχε την ιδέα για την οργάνωση της Πορείας Ειρήνης με τέρμα στον Μαραθώνα. Βρήκα καλή την ιδέα και έτσι παίρνοντας μαζί μου φίλους καλλιτέχνες που επηρέαζα, μπήκαμε επί κεφαλής της πορείας, έως ότου μπροστά στο Γηροκομείο μας συνέλαβε η Αστυνομία. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν ο μόνος που σκέφτηκε να αρχίσει την πορεία αντίστροφα, δηλαδή από τον Τύμβο προς την Αθήνα. Εκεί τον κακοποίησαν, παρά το ότι ήταν βουλευτής και την επομένη η φωτογραφία του με το σήμα της Ειρήνης έγινε το σύμβολο των αγώνων που θα ακολουθούσαν. Κανείς βέβαια δεν περίμενε τότε ότι ο θάνατός του θα σήμαινε την μεγάλη στροφή με την αφύπνιση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η δε ηγεσία είχε υποτιμήσει τόσο πολύ την προσωπικότητά του και την σημασία της πράξης του τότε που πήγε μόνος και χωρίς κομματική απόφαση στον Μαραθώνα, ώστε στην εκδήλωση που οργάνωσε η «Μπέρτραντ Ράσελ» στο Ακροπόλ κάλεσαν εμένα ως ομιλητή και όχι εκείνον, που τον είδα να κάθεται στην πρώτη σειρά. Έμεινα κατάπληκτος. Και αντί να μιλήσω, τον κάλεσα να λάβει τον λόγο, πράγμα που έκανε με συγκίνηση. Μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν είναι καθόλου μύθος το ότι ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την ΕΔΑ (με την οποία άλλωστε ήταν συνεργαζόμενος) και να προσχωρήσει στην Ένωση Κέντρου.
Γιατί κάλεσαν όμως εμένα; Νομίζω ότι δεν μπορούσαν να κάνουν αλλοιώς, γιατί στο μεταξύ η δημοτικότητά μου (ιδιαίτερα μέσα στην φοιτητική νεολαία που πρωτοστατούσε στα μεγάλα κινήματα όπως ήταν αυτό της Ειρήνης αλλά και του 1-1-4) είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Και φυσικά και μέσα στους οργανωμένους στη νεολαία της ΕΔΑ, τα μέλη αλλά και τα στελέχη. Είχα γίνει ένα είδος «φυσικού ηγέτη», που παράλληλα διέθετε την λάμψη ενός καλλιτέχνη που εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν ίσως ο πιο αγαπημένος μέσα σε όλο το λαό, ανεξάρτητα από τάξεις και κόμματα, σε φοιτητές και εργαζόμενους, αγρότες, συνοικίες, πόλεις και χωριά.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι από κει και πέρα όλες οι κινήσεις της ηγεσίας ήταν υποχρεωτικές όπως λέμε στο σκάκι. Δεν μπορούσαν πια να κάνουν χωρίς εμένα, όπως και δεν ήξεραν τι να κάνουν με μένα. Ένα μονάχα ήξεραν καλά, ότι μ’ αυτές τις συνθήκες μέσα στο κομματικό κατεστημένο, δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω δικός τους. Έπρεπε λοιπόν να μου προσφέρουν κάτι, με την ελπίδα ότι καθώς θα ήμουν μόνος, θα έπεφτα σε λάθη, ώστε να πάρουν όσα θα τους έδινα με την παρουσία μου και να τα βάλουν στην πλάστιγγα στη δική τους πλευρά, έως ότου κάποτε να με εξουδετερώσουν τελείως με τον α ή τον β τρόπο. Φυσικά κι εγώ απ’ την πλευρά μου γνώριζα πολύ καλά πού πάω, με ποιους πάω και τι θα έχω να αντιμετωπίσω, μιας και είχα περάσει κι εγώ απ’ το ίδιο σχολείο!
Πού βασιζόμουν; Όχι τόσο στην μεγάλη μου δημοτικότητα, όσο στο γεγονός ότι γνώριζα πολύ καλά τους στόχους μου, όπως γνώριζα από πρώτο χέρι όπως πάντα τις μεθόδους που θα χρησιμοποιούσαν.
Όταν μια βδομάδα μετά, στην κηδεία του Λαμπράκη, με βρήκαν οι ηγέτες για να μου προτείνουν συνεργασία, δεν φανταζόμουν ότι θα με θεωρούσαν ικανό μόνο για τη … νεολαία. Αυτό ήταν πολύ πονηρό από μέρους τους, γιατί έτσι θα εγκατέλειπα τον πολιτικό στίβο και θα τους άφηνα το πεδίο ελεύθερο. Μου είπαν τότε συγκεκριμένα «σου προτείνουμε να κάνουμε μαζί ένα νέο κίνημα νεολαίας με το όνομα του Λαμπράκη. Θα είμαστε δύο υπεύθυνοι. Εμείς κι εσυ. Θα υπάρχει ένα ολιγομελές ΄΄Γραφείο΄΄, στο οποίο θα είσαι επί κεφαλής και θα συμμετέχουν δύο δικά μας στελέχη. Διάλεξε κι εσύ δύο δικούς σου. Όμως στην ουσία τις αποφάσεις θα τις παίρνουμε από κοινού. Εσύ και ο τάδε, που θα βρίσκεστε σε συνεχή επαφή, για να καθορίζετε τη ΄΄γραμμή΄΄».
Επειδή στο βάθος δεν ήθελα να έχω μια μετωπική σύγκρουση κι ακόμα γιατί πίστευα ότι τα μέλη και οι οπαδοί της ΕΔΑ εκτός που υπήρξαν σύντροφοι και συνοδοιπόροι στα δύσκολα, αποτελούσαν τη βάση για οποιοδήποτε ανανεωτικό-αναγεννητικό κίνημα, ενέδωσα στην πρόταση αυτή.
Όμως πριν καλά-καλά συνεδριάσουμε το νέο «Γραφείο» της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης» (ΔΚΝΓΛ), φάνηκαν οι αληθινές προθέσεις των φίλων μου.
Όχι μόνο δεν ήθελαν να γίνει ένα πλατύ κίνημα νεολαίας βασικά πολιτικό αλλά η εντολή ήταν να συρρικνωθεί σε μια κλειστή Λέσχη καθαρά πολιτιστικών πρωτοβουλιών. Και ενώ ως τότε είχα αναδειχθεί και επιβληθεί στην ελληνική κοινωνία και στον πολιτικό στίβο ως μια καθαρά πολιτική προσωπικότητα με νέο αδέσμευτο και τολμηρό λόγο που συγκινούσε ιδιαίτερα τα καταπιεζόμενα στρώματα αλλά και την πολιτική και κυρίως την κοινωνική αριστερά, οι νέοι μου συνεργάτες στο «Γραφείο» δεν άφηναν να περάσει η οποιαδήποτε δήλωσή μας με έστω και ίχνη πολιτικού λόγου.
Οι πρώτες εβδομάδες ήταν πολύ δύσκολες και πολλές φορές έφθασα κοντά στην παραίτηση. Οι δύο νέοι συνεργάτες στο «Γραφείο» ήταν ο Ανδρέας Λεντάκης και ο Γρηγόρης Γιάνναρος. Διέκρινα αμέσως ότι πρόκειται για νέους σημαντικής αξίας. Εγώ από τη μεριά μου είχα προτείνει τον Θεόδωρο Πάγκαλο και τον Δημήτρη Καραχάλιο, που κι αυτοί δεν υστερούσαν σε αξία. Πόσο όμως θλιβόμουν, όταν διαπίστωνα ότι οι δύο πρώτοι περιόριζαν την συμμετοχή τους στο να διεκπεραιώνουν τις εντολές της ηγεσίας… Δεν είχαν, ως φαίνεται, το δικαίωμα να συμμετέχουν στην οποιαδήποτε πρωτοβουλία εάν δεν είχαν λάβει το «πράσινο φως». Με άλλα λόγια βρισκόμουν ξανά μπροστά στο τόσο γνωστό μου κομματικό μοντέλο, όπου όλες οι κύριες αποφάσεις εκπορεύονταν από μια χούφτα ανθρώπους, που στην περίπτωσή μας και μάλιστα στα κρίσιμα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Αλλά φαίνεται ότι οι σύντροφοί μου δεν είχαν ακόμα τίποτα διδαχτεί από τις βιβλικές καταστροφές που προκάλεσαν λαθεμένες εκτιμήσεις και αποφάσεις μιας ανεξέλεγκτης ηγεσίας και κυρίως από τις μεγάλες απώλειες και οδυνηρές θυσίες στις οποίες υποβλήθηκαν οι Έλληνες κομμουνιστές.
Όμως όπως αποδείχθηκε, οι εντολές δεν περιορίζονταν μόνο στο να εμποδίσουν την Κίνηση να απλωθεί στη νεολαία αλλά ακόμα θα έπρεπε να παρακολουθούν κάθε μου κίνηση και να την μεταφέρουν στους εντολείς. Όταν το διαπίστωσα αυτό με τα ίδια μου τα μάτια, διαμαρτυρήθηκα σε κάποιο σημαίνον στέλεχος, το οποίο μου είπε κάτι που έμελλε να μου δώσει τη λύση για το ποια θα έπρεπε να είναι από κει και πέρα η τακτική μου:
– Οι δυο συνεργάτες σου, που τους κατηγορείς ότι σε παρακολουθούν, είναι δυο εξέχουσες προσωπικότητες στον χώρο της φοιτητικής νεολαίας. Γιατί λοιπόν δεν τους κατέκτησες ακόμα; Εσύ που θέλεις να κατακτήσεις την ελληνική νεολαία;
Τότε σκέφτηκα ότι πράγματι αυτή η νοσηρή ατμόσφαιρα που υπήρχε στις σχέσεις μας με εμπόδισε ως τότε να αναπτύξω τις ιδέες μου, που με διαφοροποιούσαν από την ηγεσία της ΕΔΑ. Έβαλα λοιπόν ευθύς σε ενέργεια ένα σχέδιο πρωτοβουλιών μέσα στο οποίο ενέτασσα μεθοδικά τις απόψεις μου για το μαζικό κίνημα και ειδικότερα το κίνημα νεολαίας –τη σύνδεση της πολιτιστικής με την πολιτική δράση- τις απόψεις μου για την έντεχνη-λαϊκή τέχνη και το ρόλο της στην ευαισθητοποίηση και τη συστράτευση των μαζών, την απόρριψη του μοντέλου του λεγόμενου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», την ανάδειξη ενός άλλου μοντέλου οργάνωσης (δηλαδή του μοντέλου της ουσιαστικής δημοκρατίας), τη δύναμη των δημοκρατικών διαδικασιών στη λήψη όλων των αποφάσεων και τέλος την ανάδειξη της ελληνικής νεολαίας σε πρωτοπόρα δύναμη κρούσης από την επίλυση των καθημερινών προβλημάτων έως την υπεράσπιση της Ειρήνης και της Εθνικής Ανεξαρτησίας.
Για να υλοποιηθούν όμως όλα αυτά, έπρεπε να ληφθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, όπως λ.χ.
- Ίδρυση Λεσχών σε Αθήνα, Πειραιά και στη συνέχεια σε κάθε συνοικία.
- Ίδρυση Λεσχών σε όλη την Ελλάδα, σε πόλεις και σε χωριά. Έβαλα μάλιστα τον πήχυ πολύ ψηλά: Χίλιες Λέσχες!
Η Λέσχη δεν θα ήταν ένα ακόμα κομματικό στέκι αλλά τόπος συνάντησης όλης της νεολαίας. Θα έπρεπε λοιπόν ευθύς εξ αρχής να προσανατολίσουμε τους νέους σε μορφές ενεργητικού πολιτισμού. Δηλαδή όχι μόνο θεατές-ακροατές αλλά δημιουργοί δικού μας καλλιτεχνικού και πνευματικού γίγνεσθαι.
Όμως πού θα βρούμε βιβλία, δίσκους, πίνακες κλπ.; Τότε οργανώσαμε τον πρώτο πανελλαδικό έρανο, όπου οι νέοι και οι νέες γύριζαν τους δρόμους με καροτσάκια που ευθύς γέμιζαν με προσφορές. Εκατό χιλιάδες βιβλία απέφερε η πρώτη εξόρμηση.
Για την αρχή όμως το πιο σημαντικό ήταν για μας η έκδοση ενός περιοδικού. Όταν το πρότεινα και μάλιστα έβαλα τίτλο «Τα Τετράδια της Δημοκρατίας» που παρέπεμπε σε «ιερά κείμενα», η αντίδραση της ΕΔΑ υπήρξε σφοδρή: ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ!
Θυμάμαι ότι ο Γιάνναρος ανέλαβε να γράψει ένα άρθρο για τα οργανωτικά, για το οποίο λίγο αργότερα τον διατάξανε να παρουσιαστεί στην Βουδαπέστη, μπροστά σ’ ένα κλιμάκιο του Π.Γ. του ΚΚΕ. Εκεί τον ρώτησαν:
– Γνώριζες την απόφαση του Κόμματος ότι η Κίνηση Λαμπράκη θα έπρεπε να παραμείνει μια απλή Πολιτιστική Λέσχη;
– Ναι το γνώριζα.
– Τότε γιατί βοήθησες να γίνει πλατειά οργάνωση με το άρθρο σου στα «Τετράδια της Δημοκρατίας;»
– Γιατί μου το ζήτησε ο Θεοδωράκης.
Αμέσως μετά ο Τάκης Μπενάς συγκάλεσε το Προεδρείο της ΔΚΝΓΛ με θέμα την διαγραφή του Γρηγόρη Γιάνναρου από μέλος της οργάνωσης με την κατηγορία ότι υπέπεσε σε ηθικό παράπτωμα. Έτσι ο Γιάνναρος ανέλαβε την κομματική οργάνωση στην Ελευσίνα και μετά πήγε στη Μόσχα να φοιτήσει σε κάποιο οικονομικό Πανεπιστήμιο.<
Όταν τον συνάντησα εκεί -πήγαμε στο παγωμένο πάρκο του Γκόρκυ για να μη μας δει κανείς- σχεδόν έκλαψε στην αγκαλιά μου για τον ρόλο που του είχαν αναθέσει να παίξει σε βάρος μου και κατέληξε χαρακτηρίζοντας αυτό που είδε στη Μόσχα: «Τελικά είναι μια κοινωνία πριγκήπων…».
Ακόμα κι εγώ τότε, έπεσα από τα σύννεφα… — Ερωτηματολόγιο
— ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στόχος μου ήταν να καταργηθεί ο λεγόμενος Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός, που στην ουσία δεν ήταν παρά ένας ωμός συγκεντρωτισμός. Γι’ αυτόν τον λόγο επεδίωξα μια νέα πολιτική γύρω από τους εξής στόχους:
- Δημοκρατία – Δημοκρατικές διαδικασίες
- Κατάργηση της πυραμίδας της εξουσίας
- Συλλογική λήψη των αποφάσεων
- Υπευθυνότητα σε όσο γίνεται περισσότερο πλατειά βάση
- Σύνδεση με τα άμεσα προβλήματα και ενεργητική συμμετοχή στη λύση τους
- Σχέση άμεσης και ενεργητικής υπευθυνότητας στο εργοστάσιο, το χωράφι, τη Σχολή, το χωριό, την συνοικία, την πόλη
- Υπεράσπιση δικαιωμάτων από τα απλά έως τα πιο μεγάλα της νεολαίας, του λαού, της κοινωνίας
- Σύνδεση της ευθύνης για το τοπικό με το γενικό, εθνικό, παγκόσμιο
- Χτύπημα της αδικίας. Υπεράσπιση των αδυνάτων
- Ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, Κοινωνική Δικαιοσύνη, Εθνική Ανεξαρτησία, Διεθνής Αλληλεγγύη, Ειρήνη [Αυτά ήταν τα βάθρα της πολιτικής διαπαιδαγώγησης των Λαμπράκηδων]
- Άμεση και οργανική σύνδεση της κοινωνικής-πολιτικής με την πολιτιστική Αλλαγή
- Οργάνωση πολιτιστικών πρωτοβουλιών σε κάθε τόπο ζωής, εργασίας και μόρφωσης